- περιώσιος
- περιώσιος c. gen.,1 far superior to
μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… … Dictionary of Greek
περιώσιος — περίωσις driving round fem gen sg (epic doric ionic aeolic) περιώσιος immense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωσίως — περιώσιος immense adverbial περιώσιος immense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώσιον — περιώσιος immense masc/fem acc sg περιώσιος immense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωσίῳ — περιώσιος immense masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώσια — περιώσιος immense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερώσιος — και δ. γρφ. ὑπερόσιος, ον, Α περιώσιος*, υπέρμετρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, κατά το περιώσιος (βλ. λ. περιώσιος)] … Dictionary of Greek
περιώσι' — περιώσιι , περίωσις driving round fem dat sg (epic doric ionic aeolic) περιώσιε , περίωσις driving round fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) περιώσια , περιώσιος immense neut nom/voc/acc pl περιώσιε , περιώσιος immense masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωσίως — Α βλ. περιώσιος … Dictionary of Greek
περώσιος — ὁ, Α βλ. περιώσιος … Dictionary of Greek